«Το παιδί μου αρνείται να διαβάσει»: Τί να κάνω και τί να αποφύγω;

Ως γονείς, ειδικότερα παιδιών με διαγνωσμένες μαθησιακές δυσκολίες, ενδέχεται να έρθετε αντιμέτωποι με την άρνηση του παιδιού σας να διαβάσει οτιδήποτε μαθησιακό δίνεται από το σχολείο ή από τον ειδικό θεραπευτή. Πολλές φορές ακούμε: «Το παιδί μου στο σπίτι δεν θέλει να γράψει, δεν θέλει να διαβάσει, δεν θέλει να πάει σχολείο, αρνείται να συνεχίσει να έρχεται στις θεραπείες του….». Οι συμπεριφορές αυτές δηλώνουν την έντονη άρνηση του παιδιού σε οτιδήποτε απαιτεί μαθησιακό έργο και πρέπει να αντιμετωπιστούν με προσοχή.  Τί κάνω και τί δεν κάνω λοιπόν όταν το παιδί μου εμφανίζει έντονη άρνηση; Πώς μπορώ να το διαχειριστώ; Ποια μέτρα πρέπει να πάρω για να μειώσω την εμφάνιση της συγκεκριμένης συμπεριφοράς;

Τ Ι   Κ Α Ν Ω ;

1. Παρατηρώ και εξετάζω τις συνθήκες: Προσπαθώ να μη με παρασύρουν τα αισθήματα θυμού ή απογοήτευσης, αλλά να μπω στη θέση του παιδιού μου και να καταλάβω ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟ που το παιδί παρουσιάζει έντονη άρνηση. Παρατηρώ λοιπόν το παιδί μου και εξετάζω τις συνθήκες μέσα στις οποίες ζει ώστε να εντοπίζω κάποια αιτία για την συμπεριφορά του (π.χ. κάποιο παιδί μπορεί να μην θέλει να θέλει να διαβάσει γιατί δεν καταφέρνει να λύσει τις ασκήσεις ή γιατί αυτή την περίοδο είναι τσακωμένο με τους φίλους του). Αν βρω την αιτία της άρνησής του, ίσως να έχω βρει και τη λύση του προβλήματος. 

2. Συζητάω με το παιδί μου για όσο χρειαστεί: Η συζήτηση και η καθημερινή ανταλλαγή εμπειριών και συναισθημάτων του παιδιού είναι πολύ σημαντική αφενός για την οικοδόμηση μια στενής οικογενειακής σχέσης εμπιστοσύνης και αφετέρου, για την άντληση σημαντικών πληροφοριών για τον εξωτερικό και εσωτερικό κόσμο του παιδιού. Ακούω λοιπόν ενεργητικά το παιδί μου, χωρίς να επιβάλλω την δική μου ερμηνεία, παρέχοντάς του την δυνατότητα να μου περιγράψει το πώς νιώθει και το λόγο που συμβαίνει αυτό. 

3. Εξηγώ στο παιδί μου γιατί είναι σημαντικό να συνεχίσει τις μαθησιακές διαδικασίες: Αφού λοιπόν ακούσω με προσοχή το παιδί μου και του εκφράσω τη κατανόησή μου για όσα μου αναφέρει, προσπαθώ να του εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους νιώθει αυτά τα συναισθήματα και του επισημαίνω το λόγο για τον οποίο πρέπει να συνεχίσει να προσπαθεί και να συμμετέχει στην μαθησιακή διαδικασία. Προσπαθώ να του καλλιεργήσω εσωτερικό κίνητρο δείχνοντάς του ταυτόχρονα και τις δικές μου επιθυμίες για τη συμπεριφορά του και την μαθησιακή του πρόοδο. Εάν το παιδί μας νιώσει την εμπιστοσύνη μας, την αποδοχή μας και το ενδιαφέρον μας είναι πολύ πιθανό να αποκτήσει εσωτερικό κίνητρο και να αλλάξει τη στάση του.

4. Προσπαθώ να οργανώσω το πρόγραμμα του παιδιού μου: Πολύ ωφέλιμη στρατηγική είναι η οπτικοποίηση του προγράμματός του, δηλαδή η δημιουργία ενός προγράμματος με εικόνες. Το οπτικοποιημένο πρόγραμμα οργανώνει το παιδί και το κρατά ενεργητικό. Επίσης, του καλλιεργεί ένα αίσθημα ευθύνης για την υλοποίησή του. Φτιάχνοντας το ημερήσιο ή εβδομαδιαίο πρόγραμμα του παιδιού μου περιλαμβάνοντας τις μαθησιακές αλλά και τις ψυχαγωγικές του δραστηριότητες, μπορούμε να οργανώσουμε τα παιδιά μας και να τα παρακινήσουμε.

5. Ζητάω βοήθεια από κάποιον ειδικό: Απευθύνομαι σε έναν καταρτισμένο επιστήμονα (ειδικό παιδαγωγό, λογοθεραπευτή, ψυχολόγο) ή σε μια διεπιστημονική ομάδα προκειμένου να αξιολογηθεί η συμπεριφορά του παιδιού από διάφορες οπτικές γωνίες και να λάβω τη συμβουλευτική υποστήριξη που χρειάζομαι για να αντιμετωπίσω την συμπεριφορά άρνησης του παιδιού μου. 

Τ Ι   Δ Ε Ν   Κ Α Ν Ω ;

1. Δεν πανικοβάλλομαι και δεν αντιδρώ παρορμητικά: ΔΕΝ ΦΩΝΑΖΩ, ΔΕΝ ΑΠΕΙΛΩ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΟΣΒΑΛΛΩ χρησιμοποιώντας φράσεις του τύπου, «πάλι τα ίδια…, με έχεις κουράσει… θα το κάνεις επειδή το λέω εγώ…». Προσπαθώ να διατηρήσω τη ψυχραιμία μου και να δείξω τη κατανόησή μου για το συναίσθημα που βιώνει το παιδί τη συγκεκριμένη στιγμή. Μπορώ λοιπόν να του πω «Καταλαβαίνω ότι έχεις κουραστεί αλλά είμαι εδώ για να σε βοηθήσω, για να το αντιμετωπίσουμε μαζί». Με αυτό το τρόπο χτίζω τη σύνδεσή μου με το παιδί, η οποία είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση του προβλήματος.

2. Δεν εστιάζω μόνο στα εξωτερικά κίνητρα: Για παράδειγμα, δεν λέω συνέχεια στο παιδί μου, «διάβασε και θα σου δώσω μία σοκολάτα, θα πάρεις το tablet… κ.α». Σε περίπτωση που παρέχω συνεχώς εξωτερικά κίνητρα στο παιδί μου, εκείνα αποκτούν μεγάλη δύναμη στο μυαλό του και η μελλοντική απουσία τους θα έχει ως αποτέλεσμα την εκ νέου εκδήλωση συμπεριφορών άρνησης από το παιδί. Από την άλλη, εάν ενισχύσω τα εσωτερικά κίνητρα του παιδιού μου (μέσω της συζήτησης, της εκδήλωσης των προσδοκιών μου), θα θέσω τα θεμέλια για μια σταθερή και με μεγάλη διάρκεια, επιθυμητή συμπεριφορά. 

3. Δεν τονίζω τα αρνητικά στοιχεία του παιδιού και δεν το συγκρίνω με άλλα παιδιά. Δεν χρησιμοποιώ χαρακτηρισμούς που μειώνουν την αυτό-εικόνα του, όπως «τί βαθμοί είναι αυτοί; Έτσι κάνει ο  ‘χ’  συμμαθητής σου;  Θες να μείνεις για πάντα αγράμματος;». Με αυτό τον τρόπο, το μόνο που καταφέρνω είναι να μειώνω την αυτοπεποίθησή του και να του μεταφέρω την αίσθηση ότι δεν πιστεύω στις ικανότητές του και στην επιτυχία του. Έτσι, αυτό-εκλπηρούμενα, το παιδί θα με επιβεβαιώσει καθώς δεν θα έχει κανένα εσωτερικό κίνητρο παρακίνησης. 

Αξίζει ωστόσο να αναφερθεί ότι κάθε παιδί είναι διαφορετικό και κατ’ επέκταση, μία ενέργεια που αποδίδει για το ένα παιδί, ίσως να μην έχει αποτέλεσμα σε ένα άλλο παιδί. Συνεπώς, κάθε φορά πρέπει να υλοποιώ τις ενέργειες που ανταποκρίνονται στην ψυχοσυναισθηματική ιδιοσυγκρασία και το μαθησιακό επίπεδο του παιδιού μου. 

Σημαντική υπενθύμιση!!!

Οι ειδικοί είναι εδώ για να σας βοηθήσουν. Εάν νιώθετε ότι το παιδί σας παρουσιάζει έντονη άρνηση, το πιο πιθανό είναι να ισχύει. Καθώς η πρόληψη είναι καλύτερη από τη παρέμβαση, μη παραβλέπετε τη συγκεκριμένη συμπεριφορά αλλά αναζητήστε άμεσα τους τρόπους με τους οποίους μπορείτε να την αναστρέψετε.

 

Συγγραφή: Ευάγγελος Χαλιάσος

Επιμέλεια: Ελεάννα Βιρβιδάκη

Copyright © 2018 ΛΟΓΟΠΟΙΗΣΗ | virvidaki.gr | Powered by NICMEDIA